αδίσταχτος


αδίσταχτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδίσταχτος μεταγενέστερη ελληνική ἀδίστακτος

Ερμηνεία
αδίσταχτος

✦ κ. αδίσταχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) που δε διστάζει
✦ (ιδ. με κακή σημασία) που δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα
διστακτικός
Επιρρήματα
αδίστακτα κ.αδίσταχτα (Κ αδιστάκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.