αδίδακτος
Προφορά
Ετυμολογία
αδίδακτος αρχαία ελληνική ἀδίδακτος
Ερμηνεία
αδίδακτος
✦ κ. αδίδαχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) ο μη διδαγμένος, αμόρφωτος
✦ που δεν έγινε αντικείμενο διδασκαλίας: αδίδακτη ύλη
✦ (ειδ. για θεατρικό έργο) που δεν έχει ανεβαστεί στη σκηνή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αδίδακτα (Κ αδιδάκτως)