αδήριτος


αδήριτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδήριτος αρχαία ελληνική ἀδήριτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδήριτος -η, -ο

✦ ακατανίκητος, ακαταμάχητος
✦ που δεν μπορεί να παραμεριστεί, να αγνοηθεί, επιτακτικός: αδήριτη ανάγκη – ορισμένοι νόμοι της οικονομίας είναι αδήριτοι και κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτούς (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αδήριτα (Κ αδηρίτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.