αδήλωτος


αδήλωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδήλωτος ἀ στερητικό + δηλώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδήλωτος -η, -ο

✦ όχι δηλωμένος: αδήλωτο εισόδημα
✦ το αρσ. ο αδήλωτος ως ουσ., πρόσωπο που δεν είναι γραμμένο στα μητρώα του δήμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.