αγύρτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
αγύρτισσα αρχαία ελληνική ἀγύρτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγύρτισσα
✦ θηλ. αγύρτισσα απατεώνας
✦ ψευτοεπιστήμονας, ιδ. γιατρός ή φαρμακοποιός, που εκμεταλλεύεται τους αφελείς
Συνώνυμα
κομπογιαννίτης, τσαρλατάνος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–