αγχέμαχος


αγχέμαχος
Προφορά

Ετυμολογία
αγχέμαχος αρχαία ελληνική ἀγχέμαχος, από το επίρρημα ἄγχι (= κοντά) + μάχομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγχέμαχος -ος, -ον

✦ ο μαχόμενος, που πολεμάει από κοντά
✦ αγχέμαχα όπλα, όσα χρησιμοποιούνται σε μάχες σώμα προς σώμα

Συνώνυμα

Αντίθετα
όπλα εκηβόλα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.