αγρυπνώ
Προφορά
Ετυμολογία
αγρυπνώ αρχαία ελληνική ἀγρυπνῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγρυπνώ -άς, -ά
✦ μένω άυπνος: σιωπούσε κι αγρυπνούσε μες στη νύχτα, μες στο κρύο (Ν. Λαπαθιώτης)
✦ (μτφ. ) επαγρυπνώ, παρακολουθώ με προσοχή, με αδιάλειπτο ενδιαφέρον: να ‘χουν ανθρώπους ν’ αγρυπνούν δια την ησυχίαν και τιμή μας (Μακρυγιάννης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–