αγλύκαντος
Προφορά
Ετυμολογία
αγλύκαντος ἀ στερητικό + γλυκαίνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγλύκαντος -η, -ο
✦ πικρός, που δε γλυκάθηκε
✦ (μτφ. ) πικραμένος, δυστυχισμένος: άγρια που ‘ναι, Θε μου, κι αγλύκαντη η ζωή (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–