αγκαθερός


αγκαθερός
Προφορά

Ετυμολογία
αγκαθερός αγκάθι

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγκαθερός -ή, -ό

✦ γεμάτος αγκάθια, ακανθώδης: στ’ αγκαθερό τριαντάφυλλο γλυκολαλάει τ’ αηδόνι (Ι. Βηλαράς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.