αγκαζέ


αγκαζέ
Προφορά

Ετυμολογία
αγκαζέ └γαλλ┘ engagé

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ αγκαζέ

✦ (και για τα 3 γένη) δεσμευμένος, πιασμένος
✦ (ως επίρρ.) με αλληλοκράτημα από τα μπράτσα

Συνώνυμα

Αντίθετα
ελεύθερος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.