αγγόνι
Προφορά
Ετυμολογία
αγγόνι μεσαιωνική ελληνική ἐγγόνι(ο)ν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ἔγγονος
Ερμηνεία
αγγόνι
✦ το παιδί του γιου ή της θυγατέρας
✦ πληθ. εγγόνια, κ. γεν. οι απόγονοι: το ποθούμενο θα γίνει στην τρίτη γενεά. Θα το δουν τα εγγόνια σας (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–