αγαμέτης


αγαμέτης
Προφορά

Ετυμολογία
αγαμέτης └αγγλ┘agamete – └γαλλ┘ agamete

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αγαμέτης

(βιολ.) αναπαραγωγικό κύτταρο των πρωτοζώων που παράγει απογόνους με κατάτμηση, χωρίς να γονιμοποιηθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.