αβγό
Προφορά
Ετυμολογία
αβγό από τη συνεκφορά τα ωά > ταουά > ταουγά > τ’ αβγά – τ’ αβγό
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αβγό
✦ οργανικό σώμα που περιέχει το αναπαραγωγικό σπέρμα, ωόν
✦ (ειδ.) το οργανικό σώμα με το σκληρό κέλυφος που γεννούν τα ωοτόκα ζώα: το αβγό της κότας
✦ φρ. κάθισε – κάτσε στ’ αβγά σου, μην ανακατεύεσαι, μην επεμβαίνεις – έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια, έπαθε μεγάλη ζημιά· ευρίσκεται σε κατάσταση συγχύσεως, τα ‘χει χαμένα – αβγά του καθαρίζουν, για κάποιον που γελά χωρίς λόγο – (παροιμ.) κούρεψε τ’ αβγό και πάρ’ το μαλλί του, γι’ αυτούς που επιζητούν να κερδίσουν και απ’ όπου είναι αδύνατο το κέρδος – το αβγό του Κολόμβου, η φρ. για την αυτονόητη λύση ενός προβλήματος ή την αντιμετώπιση μιας δυσχέρειας που, εκ των υστέρων, φαίνονται ότι ήταν εύκολο και απλό να αντιμετωπισθούν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–