αβαριάτος
Προφορά
Ετυμολογία
αβαριάτος └ιταλ┘avariato (= που έπαθε αβαρία, ζημιά)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αβαριάτος -η, -ο
✦ που προέρχεται από αβαρία: σιτάρι αβαριάτο
✦ αυτός που έχει υποστεί φθορά, αλλοίωση η οποία δεν προήλθε από κανονική χρήση
✦ ατημέλητος, ασουλούπωτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–