αβαρία
Προφορά
Ετυμολογία
αβαρία └ιταλ┘avaria
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αβαρία
✦ απόρριψη μέρους του φορτίου πλοίου σε περιπτώσεις κινδύνου
✦ (γεν.) ζημιά
✦ (μτφ. φρ.) κάνω αβαρία, περιορίζω τις απαιτήσεις μου, απαρνιέμαι μέρος από τις πεποιθήσεις μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–