αβανταδόρος


αβανταδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
αβανταδόρος αβάντα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αβανταδόρος
✦ θηλ. αβανταδόρισσα βοηθός σε χαρτοπαικτική ή άλλη ύποπτη επιχείρηση
✦ για χαρτοπαίχτη, που παίζει με χρήματα της λέσχης και με σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι
✦ ο προσποιούμενος ότι αγοράζει είδη από μικροπωλητή για να προσελκύσει αγοραστές
✦ (γεν.) αυτός που κερδίζει χρήματα παρέχοντας βοήθεια σε ύποπτες επιχειρήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.