αβανιά
Προφορά
Ετυμολογία
αβανιά πιθ. από το └ιταλ┘avania (=βαρύς φόρος, αδικία)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αβανιά
✦ συκοφαντία: γιατί μου βγάλαν αβανιά πως αγαπώ μια δούλα (δημ. τραγ.) – μαζώξου σπίτι σου, γριά, μη σου κολλήσουν καμιάν αβανιά τώρα στα γεράματα (Αλ. Παπαδιαμάντης)
✦ ζημιά, βλάβη
Συνώνυμα
ρετσινιά, διαβολή, κακολογία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–