αβανγκαρντισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αβανγκαρντισμός └γαλλ┘ avant-gardisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αβανγκαρντισμός
✦ πρωτοπορία
✦ (πολιτ.) τάση, που παρατηρείται σε κινήματα νεολαίας, για αμφισβήτηση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–