αβανγκάρντ
Προφορά
Ετυμολογία
αβανγκάρντ └γαλλ┘ avant-garde
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ η αβανγκάρντ
✦ πρωτοπορία
✦ └επίθετο┘ πρωτοποριακός
✦ η επινόηση και εφαρμογή νέων και πρωτοποριακών ιδεών ιδ. στην τέχνη και τη λογοτεχνία, η πρωτοπορία
✦ ομάδα καλλιτεχνών, συγγραφέων κτλ. που επινοεί και εφαρμόζει πρωτοποριακές ιδέες και τεχνικές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–