αβαλσάμωτος


αβαλσάμωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αβαλσάμωτος ἀ στερητικό + βαλσαμώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αβαλσάμωτος -η, -ο
✦ που δεν έχει βαλσαμωθεί

Συνώνυμα
αταρίχευτος
Αντίθετα
ταριχευμένος, βαλσαμωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.