αβάσταγος
Προφορά
Ετυμολογία
αβάσταγος αρχαία ελληνική ἀβάστακτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αβάσταγος -η, -ο
✦ ο ασήκωτος, ο πολύ βαρύς, που δεν μπορεί κανείς να τον βαστάξει
✦ (μτφ. ) ανυπόφορος: αβάσταχτη γίνεται η μοναξιά (Γ. Ρίτσος)
✦ ακράτητος, ανυπόμονος: όλοι στάθηκαν εμπρός μου γαυριασμένοι, αβάσταγοι, σκληροί (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αβάσταχτα