αβάντα


αβάντα
Προφορά

Ετυμολογία
αβάντα └ιταλ┘avanti (= πριν, εμπρός), ή από το └τουρκ┘avanta (= κέρδος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αβάντα
✦ όφελος: είχε πολλές αβάντες απ’ αυτή τη δουλειά
✦ επιλήψιμο κέρδος
✦ υποστήριξη: έχει αβάντα τους γονείς του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.