αβάκα
Προφορά
Ετυμολογία
αβάκα – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αβάκα
✦ συνεταιρισμός ιδ. σε χαρτοπαίγνιο
✦ συμφωνία: έκαναν αβάκα να μην ξαναμιλήσουν γι’ αυτό το θέμα
✦ (κ. ως επίρρ.) συνεταιρικά, συντροφικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–