ίγγλα


ίγγλα
Προφορά

Ετυμολογία
ίγγλα κουτσοβλάχ. λ., από το └λατιν┘ cingula (= ζώνη)

Ερμηνεία
ίγγλα

✦ ζώνη για το δέσιμο του σαμαριού στο ζώο: χτύπησε χαϊδευτικά το σβέρκο του Αστρίτη κι έπιασε να του σφίξει την ίγγλα (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.