έρχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
έρχομαι αρχαία ελληνική ἔρχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ έρχομαι
✦ πηγαίνω σε τόπο, όπου καλούμαι ή αναμένομαι
✦ φτάνω
✦ επιστρέφω
✦ αρμόζω, ταιριάζω: δε μου έρχεται να ζητήσω τέτοιο πράγμα
✦ φρ. μου ‘ρχεται κουτί, μου ταιριάζει απόλυτα – μου έρχεται να, αισθάνομαι τη διάθεση – έρχομαι στον εαυτό μου, ηρεμώ, συνέρχομαι – έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι – έρχομαι σε λόγια, λογομαχώ – το έλα να δεις (έγινε), για καταστάσεις έντονης διαφωνίας, συμπλοκών και, γεν., που ξεφεύγουν από τα συνήθη πλαίσια
✦ κατατάσσομαι σε ορισμένη σειρά: ήρθε τέταρτος στο διαγωνισμό
✦ προέρχομαι, έχω την προέλευση ή την αρχή: η προίκα της ερχότανε από έναν αδερφό στην Αγγλία (Γ. Σεφέρης)
✦ επέρχομαι, ενσκήπτω, καταφθάνω: έρχεται μπόρα – καταιγίδα
✦ φρ. έρχομαι στα πράγματα, αναλαμβάνω την εξουσία – πάει κι έρχεται, είναι κάπως ανεκτό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–