έρρυθμος
Προφορά
Ετυμολογία
έρρυθμος μεταγενέστερη ελληνική ἔρρυθμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έρρυθμος -η, -ο
✦ ρυθμικός, που έχει ρυθμό: ταιριάζει στον άρρυθμο λόγο της σύγχρονης ποίησης, στην κατάργηση της ρίμας και του έρρυθμου στίχου (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άρρυθμος
Επιρρήματα
έρρυθμα (Κ ερρύθμως)