έξαψη


έξαψη
Προφορά

Ετυμολογία
έξαψη αρχαία ελληνική ἔξαψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η έξαψη

✦ διέγερση, θυμός: μια δυνατή ομαδική έξαψη, ένας υπόκωφος ψυχικός αναβρασμός κατείχε, πέρα ως πέρα, την Αθήνα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ παροδικό αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.