έξαρση


έξαρση
Προφορά

Ετυμολογία
έξαρση μεταγενέστερη ελληνική ἔξαρσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η έξαρση

✦ ανύψωση, εξύψωση
(μτφ. ) πνευματική ανάταση, μεταρσίωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.