έξαλα


έξαλα
Προφορά

Ετυμολογία
έξαλα └ουδ┘ πληθ. του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. ἔξαλος

Ερμηνεία
έξαλα

✦ ουσ. τα επάνω από την ίσαλο γραμμή μέρη του πλοίου: τα έξαλά τους είναι χαμηλά με πρώρα σχεδόν βυθισμένη στο νερό… και με πανύψηλη πρύμνη (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα
ύφαλα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.