ένστολος
Προφορά
Ετυμολογία
ένστολος εν + στολή
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ένστολος -η, -ο
✦ αυτός που φορά την επιβεβλημένη, από το επάγγελμα ή την ιδιότητά του, στολή (ιδ. για στρατιωτ.): οι στρατιώτες είναι ένστολοι πολίτες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–