έμφραγμα
Προφορά
Ετυμολογία
έμφραγμα μεταγενέστερη ελληνική ἔμφραγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έμφραγμα
✦ οτιδήποτε χρησιμεύει για φράξιμο, βούλωμα |(ιατρ.) νέκρωση ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αιμάτωσής του εξαιτίας απόφραξης αρτηρίας από θρόμβωση ή εμβολή
✦ (μτφ. ) βλαπτική ενέργεια ή κατάσταση: έμφραγμα στην οικονομία από το λουκέτο στις τράπεζες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–