έμπνευση
Προφορά
Ετυμολογία
έμπνευση μεταγενέστερη ελληνική ἔμπνευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η έμπνευση
✦ η ξαφνική γένεση μιας ιδέας στη συνείδηση χωρίς την παρεμβολή της θέλησης
✦ καλλιτεχνική σύλληψη
✦ παρακίνηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–