έμπηξη


έμπηξη
Προφορά

Ετυμολογία
έμπηξη αρχαία ελληνική ἔμπηξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η έμπηξη

✦ κάρφωμα, ενσφήνωση, μπήξιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.