έλικα


έλικα
Προφορά

Ετυμολογία
έλικα αρχαία ελληνική ἕλιξ, -ικος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η έλικα

✦ σπειροειδής γραμμή και γεν. καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς
✦ (ανατ.) σπειροειδής σχηματισμός όπως η έλικα του αφτιού, οι έλικες του εγκεφάλου κτλ.
✦ (βοταν.) όργανο των αναρριχητικών φυτών, νηματοειδής τμήμα του βλαστού που υποβοηθεί την αναρρίχησή τους
✦ (αρχιτεκτ.) ελικοειδές κόσμημα του κιονοκράνου
✦ προωθητικός μηχανισμός σε πλοίο, αεροπλάνο κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.