έκδοτος
Προφορά
Ετυμολογία
έκδοτος αρχαία ελληνική ἔκδοτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έκδοτος -η, -ο
✦ παραδομένος στις αισθησιακές απολαύσεις, ακόλαστος: ορμητικός κι αλόγιστος κι έκδοτος στα πάθη (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
έκλυτος
Αντίθετα
εγκρατής
Επιρρήματα
–