έδρα
Προφορά
Ετυμολογία
έδρα αρχαία ελληνική ἕδρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η έδρα
✦ κάθισμα
✦ βήμα
✦ (μτφ. ) θέση καθηγητή ανώτερης σχολής
✦ τόπος όπου είναι εγκαταστημένη και μόνιμα λειτουργεί αρχή, εταιρεία, επιχείρηση κτλ.
✦ (ανατομ.) ο δακτύλιος του πρωκτού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–