άωτον
Προφορά
Ετυμολογία
άωτον αρχαία ελληνική ἄωτον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άωτον
✦ το εκλεκτότερο μέρος ενός πράγματος
✦ (εύχρ. μόνο στη μτφ. φρ.) το άκρον άωτον, το αποκορύφωμα, η ανώτατη βαθμίδα: το άκρον άωτον της ευγένειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–