άτυχος


άτυχος
Προφορά

Ετυμολογία
άτυχος μεσαιωνική ελληνική ἄτυχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άτυχος -η, -ο

✦ που δεν έχει τύχη, που η τύχη τού έρχεται ανάποδα
✦ (για ενέργειες) ανεπιτυχής, άστοχος: άτυχο διάβημα

Συνώνυμα
κακότυχος, δύστυχος
Αντίθετα
καλότυχος, τυχερός
Επιρρήματα
άτυχα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.