άσωστος
Προφορά
Ετυμολογία
άσωστος ἀ στερητικό + σώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άσωστος -η, -ο
✦ που δε σώθηκε ή δε σώνεται, δεν ξοδεύεται: άσωστα πλούτη
✦ που δεν έχει τέλος: άσωστος δρόμος – που κλαίει τον άσωστον καημό (Β. Ρώτας)
✦ ελλιπής, ο μη σωστός: σε τίποτε δεν ξεχωρίζει το σωστό από το άσωστο (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άσωστα