άσχημος
Προφορά
Ετυμολογία
άσχημος μεταγενέστερη ελληνική ἄσχημος, από το ἄσχημον, └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού ἀσχήμων
Ερμηνεία
άσχημος
✦ κ. άσκημος, -η, -ο επίθ. (Κ άσχημος, -ος, -ον) δύσμορφος, κακοφτιαγμένος
✦ άκομψος: άσχημο ντύσιμο
✦ (μτφ. ) απρεπής: άσχημο φέρσιμο
✦ κακός, δυσάρεστος: άσχημα τα μαντάτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
όμορφος, ωραίος ,κόσμιος, ευπρεπής
Επιρρήματα
άσχημα:άσχημα ντύθηκε (άκομψα)- άσχημα φέρθηκες (άπρεπα)- άσχημα έπραξες (κακώς) (Κ ασχήμως)