άστοχος
Προφορά
Ετυμολογία
άστοχος αρχαία ελληνική ἄστοχος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άστοχος -η, -ο
✦ που αποτυχαίνει στο σκοπό του: έριξε τρεις άστοχες βολές
✦ (μτφ. ) όχι μελετημένος: άστοχη ενέργεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εύστοχος
Επιρρήματα
άστοχα (Κ αστόχως)