άστερας


άστερας
Προφορά

Ετυμολογία
άστερας μεγεθ. του αστέρας, με ανέβασμα του τόνου

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο άστερας

✦ μεγάλο άστρο, ιδ. ο αυγερινός: της αγάπης ο άστερας… μαράθηκε ως τον άγγιξεν η πρώτη αχτίνα (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.