άσμα
Προφορά
Ετυμολογία
άσμα αρχαία ελληνική =ασμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άσμα
✦ μελωδία που εκτελείται από ανθρώπινη φωνή, τραγούδι
✦ κελάδημα
✦ κείμενο ποιήματος
✦ ψαλμός, υμνωδία
✦ υποδιαίρεση μεγάλου επικού ποιήματος, ραψωδία
✦ φρ. κύκνειο άσμα, το τελευταίο έργο ποιητή, μουσουργού, καλλιτέχνη, πριν από το θάνατό του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–