άσκυφτος
Προφορά
Ετυμολογία
άσκυφτος ἀ στερητικό + σκύβω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άσκυφτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν έχει σκύψει, όρθιος: κι η ασύντριφτη κρατάει ψυχή τους άσκυφτ’ ολόισο το κορμί τους (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) αυτός που δεν υποκύπτει, ακατάβλητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–