άσκηση


άσκηση
Προφορά

Ετυμολογία
άσκηση αρχαία ελληνική ἄσκησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η άσκηση

✦ εκγύμναση του σώματος ή του πνεύματος με συχνή επανάληψη: γυμναστικές ασκήσεις
✦ συνεχής ενασχόληση με κάτι
✦ εκτέλεση καθήκοντος ή χρήση δικαιώματος: άσκηση αγορανομικού ελέγχου
✦ πρακτική εφαρμογή θεωρίας
✦ επιβολή: άσκηση ψυχολογικής βίας
✦ ασκητισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.