άσκεφτος


άσκεφτος
Προφορά

Ετυμολογία
άσκεφτος αρχαία ελληνική ἄσκεπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άσκεφτος -η, -ο

✦ απερίσκεπτος

Συνώνυμα
ασυλλόγιστος, αστόχαστος
Αντίθετα
μυαλωμένος, στοχαστικός
Επιρρήματα
άσκεφτα:αμέτρητοι είναι οι πολιτικοί (μας) που μιλάνε άσκεφτα, και άρα άκαιρα και άστοχα (Μ. Πλωρίτης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.