άσκαστος
Προφορά
Ετυμολογία
άσκαστος αρχαία ελληνική ἄσκαστος και ἄσχαστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άσκαστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν έχει σκάσει ακόμη, που δεν έχει ανοίξει: άσκαστο μπουμπούκι – άσκαστο ρόδι
✦ αυτός που δεν έχει εκραγεί: άσκαστο βλήμα
✦ (μτφ. ) αυτός που δεν τον στενοχωρούν
✦ (μτφ. ) αυτός που δεν το έσκασε, δεν έφυγε κρυφά ή δεν δραπέτευσε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–