άσηπτος


άσηπτος
Προφορά

Ετυμολογία
άσηπτος αρχαία ελληνική ἄσηπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άσηπτος -η, -ο

✦ που δεν έχει σαπίσει ή δε σαπίζει: άσηπτα υλικά
✦ αποστειρωμένος, απολυμασμένος: άσηπτη γάζα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασήπτως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.