άσηπτος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply άσηπτοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/άσηπτος.mp3Ετυμολογίαάσηπτος αρχαία ελληνική ἄσηπτος Ερμηνεία└επίθετο┘ άσηπτος -η, -ο ✦ που δεν έχει σαπίσει ή δε σαπίζει: άσηπτα υλικά ✦ αποστειρωμένος, απολυμασμένος: άσηπτη γάζα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματαασήπτως