άσημος


άσημος
Προφορά

Ετυμολογία
άσημος αρχαία ελληνική ἄσημος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άσημος -η, -ο

✦ ο χωρίς σημείο, χωρίς σημάδι: άσημα αιγοπρόβατα (που δεν είναι σημαδεμένα)
(μτφ. ) ασήμαντος, άγνωστος, αφανής: άσημος ηθοποιός – άσημη ζωή του ποιητή (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
σημαντικός, επίσημος, διάσημος
Επιρρήματα
ασήμως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.