άρα
Προφορά
Ετυμολογία
άρα από τα αρχαία ελληνικά └ουσ┘ ἀρά, με αναβίβαση του τόνου, αναλογικά προς το σύνθ. κατάρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η άρα
✦ εύχρ. σε φρ. άρα κατάρα, για επίταση της έννοιας της κατάρας, ή για να εκφραστεί έντονα αποτροπή ή απαγόρευση: άρα κατάρα σ’ αφήνω να μην το κάνεις αυτό
✦ φρ. άρα μάρα (η λ. μάρα = μαρασμός, φθορά), σημ. αδιαφορία για την τύχη ενός πράγματος
✦ στον πληθ. άρες μάρες (κουκουνάρες), για ασυνάρτητα, ακατανόητα λόγια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–